πλειστηρίζομαι

πλειστηρίζομαι
Α [πλειστήρης]
(ποιητ. τ.)
1. θεωρώ κάτι ως σημαντικό
2. (κατ' επέκτ.) καυχώμαι για κάτι («καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλειστηρίζομαι — name as chief pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”